ἀειχρόνιος

ἀειχρόνιος
ἀει-χρόνιος, ον,
A everlasting, AP 12.229 (Strat.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αειχρόνιος — ἀειχρόνιος, ον (Μ) αιώνιος, διαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χρόνος] …   Dictionary of Greek

  • ἀειχρόνιον — ἀειχρόνιος everlasting masc/fem acc sg ἀειχρόνιος everlasting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”